μεστός

μεστός
η , ό[ν]
1) полный, наполненный, насыщенный (идеями, смыслом и т. п.); 2) спелый, зрелый; 3) упитанный; плотный, упругий (о теле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεστός" в других словарях:

  • μεστός — full masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… …   Dictionary of Greek

  • μεστός — ή, ό 1. γεμάτος, πλήρης: Βαρέλι μεστό με κρασί. 2. ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: Κόψαμε τα μεστά σταφύλια. 3. γεροδεμένος, σφιχτός: Οι αθλητές με τα μεστά κορμιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεστά — μεστός full neut nom/voc/acc pl μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc/acc dual μεστά̱ , μεστός full fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστότερον — μεστός full adverbial comp μεστός full masc acc comp sg μεστός full neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστῶν — μεστός full fem gen pl μεστός full masc/neut gen pl μεστόω fill full of pres part act masc voc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μεστόω fill full of pres part act masc nom sg μεστόω fill full… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστόν — μεστός full masc acc sg μεστός full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστότατα — μεστός full adverbial superl μεστός full neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσταῖς — μεστός full fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσταί — μεστός full fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεστοτέρους — μεστός full masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»